Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ ὑβρισμένα

См. также в других словарях:

  • ὑβρισμένα — ὑ̱βρισμένα , ὑβρίζω wax wanton perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑ̱βρισμένᾱ , ὑβρίζω wax wanton perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑ̱βρισμένᾱ , ὑβρίζω wax wanton perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»